- φυτεῦσαι
- φυτεύωof the thing plantedaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυτεύσαι — φυτεύσαῑ , φυτεύω of the thing planted aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτεύω — ΝΜΑ [φυτόν] 1. τοποθετώ στη γη σπόρο ή ρίζα νεαρού φυτού προκειμένου να ριζοβολήσει και να αναπτυχθεί 2. βάζω φυτά σε μια μεγάλη εδαφική έκταση (α. «φύτεψε τρία στρέμματα καπνό» β. «γῆν φυτεύειν», Πλούτ.) νεοελλ. χώνω βαθιά, μπήγω («τού φύτεψε… … Dictionary of Greek
насадити — НАСА|ДИТИ (63), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1.Насадить, посадить; покрыть насаждениями: насытѧтьсѧ... кедри ливаньстии ѥже ѥси насадилъ имъ. СбЯр XIII, 137; б҃е... посѣти винограда своего и съвѣрьши. иже насади десницѧ тво˫а. ЛН XIII–XIV, 59 об. (1198); то же… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
насѣ˫ати — НАСѢ|˫АТИ (25), Ю, ѤТЬ гл. 1.Посеять что л.: насѣ˫аи мало зель˫а. (ἐγεῶργησε) ПНЧ XIV, 146в; и аще насѣю собѣ единому. сѣ˫алъ бы(х) ѹбо и iни ˫али быша. (εἰ δὲ σπείραι μι) ГБ XIV, 100а; насѣѥшi и не пожнеши. (φυτεῦσαι) Там же, 117а; насѣ˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… … Dictionary of Greek